- σεισμικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στο σεισμό ή προέρχεται απ' αυτόν: Σεισμική δόνηση. – Σεισμικά κύματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σεισμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σεισμό ή αυτός που προέρχεται από σεισμό (α. «σεισμικό σύστημα» β. «σεισμική δόνηση» γ. «σεισμικό φαινόμενο») 2. φρ. α) «σεισμικά κύματα» γεωλ. καθεμιά από τις ταλαντώσεις που δημιουργούνται από έναν… … Dictionary of Greek
αντισεισμικός — ή, ό αυτός που αντέχει στους σεισμούς ή που αποβλέπει στην πρόληψη καταστροφής από σεισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + σεισμικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
σεισμικότητα — η, Ν [σεισμικός] (γεωφ.) το μέτρο τής συχνότητας τών σεισμών σε μια περιοχή, όπως είναι λ.χ. ο αριθμός τών σεισμών ανά έτος σε 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα … Dictionary of Greek